καινοπρεπής

καινοπρεπής
-ές (Α καινοπρεπής, -ές)
αυτός που έχει νέα ή ασυνήθιστη εμφάνιση («καινοπρεπή σχήματα»)
αρχ.
1. (για πρόσ., όπως για κατηγορία κατά τού Φιλίππου) αυτός που μοιάζει με αρχάριο, ο αδέξιος («καινοπρεπέστερος ἑαυτοῡ ὑπὸ ὀψιμαθείας», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καινοπρεπές
το νέο, το καινούργιο, το νεοφανές.
επίρρ...
καινοπρεπώς (AM καινοπρεπῶς)
με νέο, ασυνήθιστο τρόπο («καινοπρεπεστέρως λέγειν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πρεπής (< πρέπω «αρμόζω»), πρβλ. αξιο-πρεπής, δουλο-πρεπής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καινοπρεπής — novel masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπῆ — καινοπρεπής novel neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καινοπρεπής novel masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καινοπρεπής novel masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπέστερον — καινοπρεπής novel adverbial comp καινοπρεπής novel masc acc comp sg καινοπρεπής novel neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπεστέραις — καινοπρεπής novel fem dat comp pl καινοπρεπεστέρᾱͅς , καινοπρεπής novel fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπεστέρως — καινοπρεπής novel masc acc comp pl (doric) καινοπρεπής novel comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπεῖ — καινοπρεπής novel masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καινοπρεπής novel masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπεῖς — καινοπρεπής novel masc/fem acc pl καινοπρεπής novel masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπές — καινοπρεπής novel masc/fem voc sg καινοπρεπής novel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπέστατα — καινοπρεπής novel adverbial superl καινοπρεπής novel neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπεστέρου — καινοπρεπής novel masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”