- καινοπρεπής
- -ές (Α καινοπρεπής, -ές)αυτός που έχει νέα ή ασυνήθιστη εμφάνιση («καινοπρεπή σχήματα»)αρχ.1. (για πρόσ., όπως για κατηγορία κατά τού Φιλίππου) αυτός που μοιάζει με αρχάριο, ο αδέξιος («καινοπρεπέστερος ἑαυτοῡ ὑπὸ ὀψιμαθείας», Πλούτ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καινοπρεπέςτο νέο, το καινούργιο, το νεοφανές.επίρρ...καινοπρεπώς (AM καινοπρεπῶς)με νέο, ασυνήθιστο τρόπο («καινοπρεπεστέρως λέγειν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πρεπής (< πρέπω «αρμόζω»), πρβλ. αξιο-πρεπής, δουλο-πρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.